αναπόσειστος

αναπόσειστος
-η, -ο
αυτός που δεν μπορεί να αποσειστεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποσείω. Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στην εφημερίδα «Ακρόπολις»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”